O ταξικός εχθρός στην οθόνη
21 Απριλίου 2009Η ιστορία κολάκευε τη DDR. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 μία ολόκληρη οικογένεια από την Έσση της δυτικής Γερμανίας φτάνει στα σύνορα. Θέλει να περάσει στη DDR. «Είστε άνεργοι;» ρωτάει δύσπιστα ο συνοριοφύλακας. ‘Όχι» απαντούν οι ταξιδιώτες, απλά θέλουν να ζήσουν στη DDR, να ανοίξουν εκεί ένα εστιατόριο. Ο Ούλριχ Σβάρτς γελάει όταν το θυμάται. Την εποχή εκείνη ήταν ανταποκριτής του περιοδικού «Der Spiegel». Μόλις δημοσιεύτηκε η ανταπόκρισή του για την οικογένεια από την Έσση πήρε την εντολή να παρουσιαστεί στο υπουργείο Εξωτερικών της DDR.
«Το πρώτο που μου είπαν, ήταν ότι δεν είχα πάρει άδεια να πάω στα σύνορα. Τους απάντησα ότι, αν θέλουν, ας μου στείλουν μια επίπληξη και να δημοσιεύσει o „Der Spiegel“ ένα ειδησάριο ότι ο ανταποκριτής του δέχτηκε προειδοποίηση, επειδή έγραψε μια θετική ιστορία για τη DDR. To επιχείρημά μου τους έπεισε». Η σχέση του «Spiegel» με τη DDR ήταν πάντα προβληματική. H πολιτική επιθεώρηση ήταν απαγορευμένη στην ανατολική Γερμανία, και για το διάστημα 1976-1985 το SED έκλεισε τα γραφεία της σύνταξης στο ανατολικό Βερολίνο. Είχε προηγηθεί η δημοσίευση κειμένου μιας ομάδας εσωτερικής αντιπολίτευσης στο SED.
Εργαζόμενος σε εχθρική χώρα
Για τους ξένους δημοσιογράφους η DDR ήταν «κλειστή σα στρείδι», λέει ο Σβάρτς. «Το διαμέρισμα και το γραφείο ήταν παγιδευμένα με κοριούς, ηχογραφούσαν κανονικά συνομιλίες που είχα με επισκέπτες στο σαλόνι μου. Κάθε φορά που έφευγα από το δυτικό Βερολίνο και περνούσα τη Heinrichstraße σκεφτόμουνα ότι βρίσκομαι σε εχθρική χώρα». Το SED και η Stasi, όπως ήλεγχαν τα δικά τους μίντια, έτσι ήθελαν να εξουδετερώνουν και τους ξένους δημοσιογράφους.
Το 1973 διαπιστεύτηκαν οι πρώτοι μόνιμοι ανταποκριτές στη DDR. Έπρεπε να δηλώνουν στο υπουργείο Εξωτερικών ώρες πριν όλα τα ταξίδια τους έξω από το ανατολικό Βερολίνο, καθώς και το είδος της δημοσιογραφικής αποστολής. Για κάθε έναν δυτικογερμανό ανταποκριτή το Υπουργείο Κρατικής Ασφάλειας (ΣΤΑΖΙ) διατηρούσε απόρρητο φάκελο, για τον καθένα υπήρχε ένα δίκτυο παρακολούθησης. «Όλα τα επίσημα πρόσωπα επαφής ήταν μέλη του κόμματος, ή πράκτορες της ΣΤΑΖΙ . Υπολογίστε ότι για κάθε διαπιστευμένο ανταποκριτή υπήρχαν 15 με 20 επίσημοι και ανεπίσημοι πράκτορες», λέει ο Γιόχεν Σταντ του συνδέσμου ερευνών «Κράτος του SED» στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Βερολίνου (FUB). Ιδιαίτερα επικίνδυνοι θεωρούνταν οι δημοσιογράφοι ραδιοφώνου και τηλεόρασης. Από το 1973 ήταν απαγορευμένη η δυτική τηλεόραση σε δημόσιους χώρους, αλλά ιδιωτικά η λήψη ήταν δυνατή, ο κόσμος έβλεπε στην οθόνη του αυτά που αποσιωπούσε η κρατική τηλεόραση. Για παράδειγμα τη μόλυνση του περιβάλλοντος στη DDR ή την αποσύνθεση των πόλεων.
Οι τολμηροί δημοσιογράφοι
Οι δυτικοί ανταποκριτές έπαιρναν τις πληροφορίες και το υλικό για ευαίσθητα θέματα από ανθρώπους όπως ο Σίγκμπερτ Σέφκε και ο Άραμ Ραντόμσκι. Και οι δύο πλησίαζαν τα 30 και είχαν έναν ανοιχτούς λογαριασμούς με το καθεστώς. Στα μέσα της δεκαετίας του 80 άρχισαν να τροφοδοτούν τους δυτικούς δημοσιογράφους με πληροφορίες και οπτικό υλικό που οι ίδιοι ποτέ δεν θα μπορούσαν να βρουν.
Στις 09 Οκτωβρίου 1989 το βράδυ, στη Λειψία, ανέβηκαν στο καμπαναριό του Τάουμπεντρεκ και βιντεοσκόπησαν τη συγκέντρωση 70.000 διαδηλωτών κατά του καθεστώτος του SED. Έδωσαν το υλικό στον ανταποκριτή του «Der Spiegel» Ούλριχ Σβαρτς, ο οποίος το πέρασε στη Δύση. Την επόμενη ημέρα οι πολίτες της DDR έβλεπαν στο ειδησεογραφικό δελτίο «Tagesschau» ότι δεν ήταν 500 μεθυσμένοι, ταραχοποιοί, όπως μετέδιδαν τα μέσα της DDR.
«Βγάλαμε στην επιφάνεια αυτά που έγιναν στη Λειψία και αυτό αποτέλεσε με βεβαιότητα το έναυσμα για νέες διαμαρτυρίες στη DDR, αλλά αυτό ήταν, πιστεύω, μόνο ένα μικρό πετραδάκι στο μεγάλο μωσαϊκό αυτής της εξέλιξης», λέει σήμερα ο Άραμ Ραντόμσκι.
Ταξιδεύοντας μέσω τηλεόρασης
Ο Γιόχεν Σταντ από τον Σύνδεσμο Ερευνών «Κράτος-SED» είναι πεπεισμένος, ότι παράλληλα με τις προσωπικές επαφές με τη Δύση και τα ταξίδια, την ταφόπλακα στο καθεστώς του SED έβαλαν η τηλεόραση και το ραδιόφωνο. «Η παρουσία του άλλου κόσμου ήταν διαρκής στα σαλόνια εκείνων που δεν μπορούσαν να εγκαταλείψουν τη χώρα. Ταυτόχρονα μπορούσαν να συγκρίνουν την ενημέρωση για τις εξελίξεις στον κόσμο με την προπαγάνδα της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου της DDR και πιστεύω ότι αυτό απέβη καθοριστικό, γιατί βιώσαμε το 1989, έτσι όπως το βιώσαμε.»
Τα μίντια της DDR επηρέασαν έμμεσα την πτώση του Τείχους, διότι δεν κάλυπταν αυτά που πραγματικά ενδιέφεραν τους πολίτες. «Η δημοσιογραφική κάλυψη από τη Δύση που έφτανε στην ανατολική Γερμανία ενθάρρυνε τις μάζες, που διαπίστωναν την ανικανότητα αυτού του συστήματος», λέει ο Χάραλντ Χέντελ. Τη δεκαετία του 1980 ήταν νεαρός συντάκτης στην τηλεόραση της DDR και είχε το όνειρο να γίνει ανταποκριτής, για να φύγει μακριά από το καθεστώς. «Ποιός μπορούσε να φανταστεί, ότι θα έρθει αυτή η αναίμακτη επανάσταση; Πιστεύω ότι δεν θα γίνονταν χωρίς τη δημοσιογραφική κάλυψη και χωρίς την επιλογή των ανατολικογερμανικών μέσων μαζικής ενημέρωσης να αγνοήσουν τις εξελίξεις.»