1. Μετάβαση στο περιεχόμενο
  2. Μετάβαση στο κύριο μενού
  3. Μετάβαση σε περισσότερους ιστοτόπους της DW

Φεστιβάλ για τον πολιτισμό των Ρόμα στο Βερολίνο (15.-30.10.2004)

26 Οκτωβρίου 2004

Οι περισσότεροι θυμούνται σίγουρα ακόμα το κόκκινο Ντάτσουν με τα καρπούζια να κάνει το γύρο του σταδίου στην τελετή λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα, παρουσιάζοντας μία πράγματι εξωραϊσμένη εικόνα για τη ζωή των Τσιγγάνων στην Ελλάδα. Η πραγματικότητα είναι όπως όλοι γνωρίζουμε διαφορετική...

https://p.dw.com/p/Avk2
Εικόνα: AP

Η τσιγγάνικη ζωή διαδραματίζεται στους καταυλισμούς κάτω από θλιβερές συνθήκες. Το να είσαι Τσιγγάνος σημαίνει να ζεις στο περιθώριο της κοινωνίας, να υπόκεισαι διακρίσεις, τον καθημερινό ρατσισμό, μην έχοντας τη δυνατότητα να ξεφύγεις, επειδή είσαι στιγματισμένος.

Όλα αυτά τα προβλήματα δεν τα αντιμετώπιζουν οι Ρόμα - όπως ορθά ονομάζονται οι Τσιγγάνοι - μόνο στην Ελλάδα, αλλά στον ένα ή στον άλλο βαθμό και σε άλλες χώρες. Αυτό είναι το συμπέρασμα των σχετικών διαλέξεων και συζητήσεων ειδικών και ενδιαφερομένων από όλη την Ευρώπη στα πλαίσια του Φεστιβάλ Ευρωπαίων Ρόμα στη γερμανική πρωτεύουσα.

Για τον καθηγητή ιστορίας στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, Wolfgang Wippermann, η εχθρότητα ενάντια στους Ρόμα τροφοδοτείται από τριών ειδών προκαταλήψεις:

«Η πρώτη προκατάληψη είναι θρησκευτικού χαρακτήρα. Λέγεται ότι οι Ρόμα συνδέονται με το διάβολο και για αυτό είναι ένοχοι. Έπειτα υπάρχουν κοινωνικές προκαταλήψεις, ότι π.χ. δεν προσαρμόζονται και είναι κλέφτες. Και μια τρίτη και φοβέρη προκατάληψη ξεκινά από την αντίληψη ότι η φυλή των Ρόμα είναι άνθρωποι κατώτερης ποιότητας και για αυτόν το λόγο θα πρέπει να εξοντωθούν».

Η πρακτική εφαρμογή αυτής της προκατάληψης οδήγησε στην εποχή του Τρίτου Ράϊχ δεκάδες χιλιάδες Ρόμα στα κρεματόρια του Άουσβιτς.

Νεότερες έρευνες για τον ρατσισμό στη Γερμανία δείχνουν πάντως ότι 20 % των Γερμανών διακατέχονται από αντισημιτισμό, 40% εκφράζονται εχθρικά έναντι των αλλοδαπών και 68% μισούν τους Ρόμα.

Δεν είναι όμως μόνο η πλειοψηφία των Γερμανών που διακατέχεται από ρατσιστικά αισθήματα για τους Ρόμα. Ο κοινωνιολόγος Slavisa Markovic, ένας Ρομ που κατάγεται από τη Σερβία, αισθάνεται τον ρατσισμό των αλλοδαπών, που ζουν στη Γερμανία, ενάντια στους Τσιγγάνους, πολύ πιο έντονα απ΄ ότι αυτόν των Γερμανών:

«Πρόκειται για μια εχθρότητα που έχει εισαχθεί απο τις χώρες καταγωγής των αλλοδαπών. Κυρίως τη συναντάς σε ανθρώπους που κατάγονται από τα Βαλκάνια. Μεταξύ των προσβλητικών χαρακτηρισμών που χρησιμοποιούν, το ΄γύφτο΄ είναι απο τους ποιό κοινούς.»

Αυτή η συμπεριφορά εκφράζει βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις που θα εξακολουθούν να υπάρχουν όσο δεν αντιμετωπίζονται, όπως π.χ. ο αντισημιτισμός, θα μας πει ο καθηγητής Wippermann:

«Στη Γερμανία τουλάχιστον προσπαθήσαμε μετά το ολοκαύτωμα των Εβραίων να καταπολεμήσουμε τον αντισημιτισμό και να τον επιβάλουμε ως ένα ταμπού. Δεν τηρήθηκε όμως ανάλογη στάση για τις προκαταλήψεις ενάντια στους Ρόμα. Ακόμη και σήμερα ο καθένας μπορεί να πει ‘ότι του κατέβει’ ενάντια στους Τσιγγάνους χωρίς να υπάρχουν κυρώσεις.»

Ο καλύτερος τρόπος για να αλλάξει αυτή η κατάσταση είναι η γνωρίμια με την ιστορία και τον πολιτισμό των Ρόμα. Δείγματα του πολιτιστικού τους πλούτου παρουσιάστηκαν στο Βερολίνο με εκθέσεις φωτογραφίας, λογοτεχνικές βραδιές και βέβαια με μουσική. Την Ελλάδα εκπροσώπησε στο Βερολίνο ο Κώστας Παυλίδης με το συγκρότημά του, ως καλεσμένος του Ιδρύματος Ελληνικού Πολιτισμού που είναι συνδιοργανωτής του Φεστιβάλ. Ο Κώστας Παυλίδης έγινε πρώτη φορά γνωστός στο πλατύ κοινό πριν από 15 χρόνια, όταν μόλις 14 ετών έπαιζε μουσική στο ντοκυμαντέρ του Μενέλαου Καραμαγιώλη, «ΡΟΜ». Για τη μουσική του ο Κώστας Παυλίδης, που θεωρείται από τους ανερχόμενους σταρ της μουσικής των Ρόμα στη Μεσόγειο, θα μας πει ότι είναι μια μετεξέλιξη της παραδοσιακής τσιγγάνικης μουσικής με στοιχεία μουσικής έθνικ, φάνκ και λάτιν. «Θέλουμε», θα πει ο Κώστας Παυλίδης, «κατά αυτόν τον τρόπο να βγάλουμε αυτό που έχουμε μέσα μας προς τα έξω, να φανεί η τσιγγάνικη κουλτούρα, ο τσιγγάνικος πολιτισμός. Αυτό προσπαθούμε, και ως ένα σημείο, το έχουμε καταφέρει.»

Βερολίνο, Παναγιώτης Κουπαράνης