Στο εδώλιο για τα υποβρύχια δύο πρώην στελέχη της Ferrostaal
11 Απριλίου 2011Διαφήμιση
Οι εισαγγελικές αρχές ερευνούν την υπόθεση από το 2009, ενώ οι συζητήσεις με την Ferrostaal για συμβιβασμό ναυάγησαν. Η εταιρεία υποστηρίζει ότι δεν είναι σε θέση να πληρώσει το επιβληθέν από τις ανακριτικές αρχές πρόστιμο ύψους 196 εκατ. ευρώ. Παρόλα αυτά η εκπρόσωπος του ομίλου εκτιμά ότι υπάρχουν περιθώρια συμβιβασμού με την εισαγγελία εφόσον οι σημερινοί ιδιοκτήτες της Ferrostaal, δηλαδή η ΜΑΝ και η επενδυτική IPIC από το Άμπου Ντάμπι τα βρουν. Η τελευταία υποστηρίζει ότι εξαπατήθηκε από την ΜΑΝ όταν αγόρασε το 70% της Ferrostaal, καθώς δεν είχε ενημερωθεί για τις παράνομες δραστηριότητες της δεύτερης και προσπαθεί τώρα δικαστικά να ακυρώσει τη συμφωνία αγοράς. Μέχρι και το Μάρτιο του 2009 η Ferrostaal αποτελούσε θυγατρική του ομίλου οχημάτων ΜΑΝ με έδρα το Μόναχο, ο οποίος σήμερα διατηρεί ακόμη το 30%. Τα αδικήματα δωροδοκίας διεπράχθησαν την εποχή που η ΜΑΝ ήταν ο μοναδικός ιδιοκτήτης της Ferrostaal.
Με τα χρήματα αυτά «λαδώθηκαν» έλληνες κρατικοί αξιωματούχοι
Τα δύο στελέχη κατηγορούνται ότι πλήρωσαν μίζες άνω των 62 εκατ. ευρώ από το 2000 έως το 2007 προκειμένου κοινοπραξία της Ferrostaal και της HDW να διασφαλίσουν αναθέσεις κατασκευής υποβρυχίων στην Ελλάδα και την Πορτογαλία. Όπως έχει προκύψει από την ανακριτική διαδικασία, οι κατηγορούμενοι διοχέτευσαν σε διάφορους μεσάζοντες, μεταξύ του 2000 και του 2003, 50 εκατομμύρια ευρώ για δωροδοκίες και το 2007 κατέβαλαν άλλα 11 εκατομμύρια ευρώ. Με ένα μέρος αυτών των χρημάτων φέρονται να «λαδώθηκαν» έλληνες κρατικοί αξιωματούχοι, αναφέρεται στον σχετικό φάκελο. Η παραγγελία του ελληνικού πολεμικού ναυτικού για την κατασκευή τεσσάρων υποβρυχίων αξίας 1,6 δις ευρώ αποτελεί τη σοβαρότερη υπόθεση από όλες. Η Αθήνα ανήκει στους παλαιότερους πελάτες της Ferrostaal. Από το 1967 τα ναυπηγεία Howaldtswerke-Deutsche Werft AG του Κιέλου κατασκεύαζαν υποβρύχια για τον ελληνικό στόλο.
Επίσης τη διετία 2003-2004 η κοινοπραξία κατάφερε να διασφαλίσει την ανάθεση της κατασκευής υποβρυχίων και από την Πορτογαλία, με τη βοήθεια ενός επίτιμου προξένου από την χώρα αυτή.
Handelsblatt: Με τη μέθοδο των «συμβούλων»
Σε σχετικό ρεπορτάζ στην οικονομική εφημερίδα Handelsblatt αναφέρεται ότι η εισαγγελία Μονάχου ανακάλυψε κατά τις έρευνές της πάνω από δώδεκα περιπτώσεις, στις οποίες η ανάθεση παραγγελίας επιταχύνθηκε με μεταβιβάσεις χρημάτων. Για να διατηρήσει την επαφή με τους πολιτικούς μοχλούς λήψης αποφάσεων, η Ferrostaal κατέφευγε από τη δεκαετία του 80 σε συμβούλους, παρατηρεί η εφημερίδα και προσθέτει: «Όταν η Ελλάδα έκανε στα μέσα της δεκαετίας του 90 σχέδια για εξοπλισμό του στόλου της, η Ferrostaal χρησιμοποίησε ως συμβούλους τις εταιρίες consulting Marine and Industrial Enterprise (MIE) και Dolmatron Associated. Οι προαναφερθείσες εταιρίες θα λάμβαναν ως προμήθεια περίπου 10% της αξίας της παραγγελίας. Οι συνεργάτες της MIE ρίχτηκαν αμέσως στη δουλειά και προετοίμασαν συναντήσεις με πολιτικούς και αξιωματικούς των ενόπλων δυνάμεων, εξέτασαν συμβόλαια και ανέλαβαν ακόμα και κρατήσεις ξενοδοχείων για τους ανθρώπους της Ferrostaal. Για τη δραστηριότητά τους υπάρχουν στα αρχεία της Ferrostaal πολλά αποδεικτικά στοιχεία. Σε αντάλλαγμα έλαβε η ΜΙΕ 80 εκ. ευρώ. Τα χρήματα εμβάστηκαν μεταξύ των ετών 2000 και 2002». Και το ρεπορτάζ συνεχίζει:
«Περισσότερο αμφισβητήσιμη είναι η εργασία του προσωπικού της Dolmatron. Για το τι ακριβώς έκαναν δεν ήταν δυνατό να βρεθεί καμία ένδειξη στο αρχείο της Ferrostaal, αναφέρουν τα αρχεία της εταιρίας. Επίσης δεν έχει βρεθεί μέχρι τώρα ένα συμβόλαιο συμβούλου, όπως αυτό που είχε συναφθεί με τη ΜΙΕ.
Ο ρόλος της Dolmatron
Ωστόσο η Dolmatron λάμβανε χρήματα. Μοιρασμένα σε τρεις τραπεζικές επιταγές εισέρευσαν 22,8 εκ. ευρώ, όπως αναφέρεται στα έγγραφα. Στη συνέχεια, το έτος 2003 ακολούθησε μία πληρωμή 2,5 εκ. ευρώ τοις μετρητοίς. Η Dolmatron εδικαιούτο όμως περισσότερα χρήματα μετά την επιτυχή σύναψη συμβολαίου με τους Έλληνες, ήτοι 86 εκ. εκ. ευρώ.
Στο τέλος του 2006 απείλησε η Dolmatron με αγωγή σε περίπτωση που δεν εξοφληθεί το υπόλοιπο χρηματικό ποσό. Η απαίτηση θεμελιώθηκε σε γραπτή συμφωνία που είχε συναφθεί μεταξύ των δύο εταιριών. Η συμφωνία φυλάσσονταν, σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, σε θυρίδα της μεγάλης ελβετικής τράπεζας UBS στη Ζυρίχη „για λόγους ασφάλειας και εχεμύθειας“. Προκειμένου να αποφύγουν μια μακρά διαμάχη, οι δύο πλευρές συμφώνησαν σε μια αποπληρωμή ύψους 11 εκ. ευρώ...»
Σταμάτης Ασημένιος, dpa, Handelsblatt
Υπεύθ. Σύνταξης: Κώστας Συμεωνίδης
Διαφήμιση