Ο έμπορος του θανάτου
11 Οκτωβρίου 2011Διαφήμιση
Το ‘βιογραφικό’ του Μπουτ είναι πολύ πλούσιο και με πολλά αντιφατικά στοιχεία. Εκτός από την διακίνηση όπλων σε φτωχές και ασταθείς πολιτικά χώρες του πλανήτη για τη διεξαγωγή πολέμων, αναφέρεται η συμμετοχή του σε μεταφορές ειρηνευτικών αποστολών του ΟΗΕ στη Σομαλία, υλικού για την κυβέρνηση των ΗΠΑ στο Ιράκ και λουλουδιών από τη Ν. Αφρική στο Ντουμπάι.
Το μοιραίο του λάθος φαίνεται ότι αποτέλεσε η απόπειρά του να πουλήσει όπλα σε φερόμενα μέλη της ανταρτικής ομάδας FARC της Κολομβίας, η οποία θεωρείται από την αμερικανική κυβέρνηση ως τρομοκρατική οργάνωση. Αυτό του κόστισε τη σύλληψή του στην Ταϊλάνδη και την έκδοσή του στις ΗΠΑ, όπου σήμερα ξεκινά η δίκη μετά από αναβολή ενός περίπου μηνός.
Κυρίαρχος ο νόμος προσφοράς - ζήτησης
«Μέχρι το 1989, αν ανήκες στους επαναστάτες μίας αναπτυσσόμενης χώρας, βασικά εξέταζες με ποιον συνεργάζεται η κυβέρνησή σου και ακολούθως συνεργαζόσουν με μία εκ των KGB, CIA, ή M16. Έτσι μπορούσες να αποκτήσεις όπλα συχνά χωρίς να πρέπει να τα πληρώσεις», δήλωσε σε συνέντευξή του στη Deutsche Welle o Νίκολας Μαρς από το Ινστιτούτο Έρευνας για την Ειρήνη του Όσλο, ειδικός σε θέματα εμπορίου μικρών όπλων.
Μετά τη λήξη της ψυχροπολεμικής περιόδου αυτή η δομή που κτίστηκε γύρω από το δίπολο ‘καπιταλισμός-κομμουνισμός’, αποϊδεολογικοποιήθηκε και η διακίνηση των όπλων συνεχίστηκε βασισμένη σε νέα δίκτυα που λειτουργούν με γνώμονα τους νόμους της αγοράς.
Ένα παράδειγμα αυτών είναι και ο Βίκτορ Μπουτ, ο οποίος ως πρώην αξιωματικός της σοβιετικής πολεμικής αεροπορίας, με διασυνδέσεις στο στρατό και τις μυστικές υπηρεσίες της χώρας του δημιούργησε ένα δίκτυο διακίνησης μικρών όπλων χρησιμοποιώντας, σύμφωνα με έγγραφα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, έναν ιδιωτικό στόλο παλαιών αεροσκαφών τύπου Αντόνοφ.
Με αυτά λέγεται ότι μετέφερε όπλα από χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ σε χώρες υπό καθεστώς εμπάργκο όπλων, όπως η Ανγκόλα, η Λιβερία και η Σιέρα Λεόνε. Σε αυτές τις εμπόλεμες ζώνες οι ένοπλες ομάδες χρηματοδοτούσαν τον εξοπλισμό τους πουλώντας διαμάντια, πετρέλαιο, ή άλλο φυσικό πλούτο.
Ο Μπουτ αυτοπροσδιορίζεται ως επιχειρηματίας. Και όπως σημειώνει μιλώντας στη Deutsche Welle, ο Χιου Γκρίφιθς, επίσης από το Ινστιτούτο για την Ειρήνη του Όσλο, «Έχει δίκιο όταν ισχυρίζεται ότι είναι απλά επιχειρηματίας. Δεν έλεγε ψέματα με αυτό. Υπάρχουν άλλοι 30 με 40 σαν αυτόν. Είναι μία παγκόσμια επιχείρηση, όπως κάθε άλλη, η οποία κυβερνάται από τους νόμους της ζήτησης και της προσφοράς».
Μία ‘σκοτεινή’ ζώνη διακίνησης
Τα όπλα κοστίζουν ακριβά και αποφέρουν τεράστια κέρδη. Η διακίνησή τους γίνεται συχνά με ημιπαράνομο τρόπο, καθώς πρόκειται για όπλα νόμιμα αγορασμένα, τα οποία διολισθαίνουν στη συνέχεια στη ‘μαύρη αγορά’.
Ο Μίκαελ Ασκενάτσι, ειδικός σε θέματα διακίνησης μικρών όπλων του Διεθνούς Κέντρου Διακίνησης της Βόννης αποκάλυψε στη Deutsche Welle ότι «Είναι ένα μείγμα νόμιμου, ημινόμιμου και παράνομου εμπορίου που μπορεί να συγκεντρώσει τεράστιες ποσότητες όπλων».
Και συμπληρώνει λέγοντας ότι «είναι μία εξαιρετικά ποικιλόμορφη, δυναμική και δυσεξιχνίαστη αγορά. Η συνολική κατανόησή της είναι πολύ δύσκολη».
Λάθος μέρος, λάθος στιγμή;
Αν και οι περισσότερες χώρες καταδικάζουν το φαινόμενο διακίνησης μικρών όπλων σε χώρες με ασταθείς κοινωνικοπολιτικές δομές, φαίνεται ότι συχνά το ανέχονται.
Η Ουάσιγκτον μάλλον ανεχόταν τον Μπουτ, όσο κρατούσε σχετικά χαμηλό προφίλ. Μπήκε στο στόχαστρό της όταν ακούστηκε ότι βρίσκεται πίσω από προμήθεια όπλων στους Ταλιμπάν. Και ξεπέρασε τα όρια όταν προσπάθησε να πουλήσει όπλα σε δήθεν εκπροσώπους της κολομβιανής ομάδας ανταρτών FARC, οι οποίοι ήταν στην πραγματικότητα μυστικοί πράκτορες των ΗΠΑ.
«Ο Μπουτ συνελήφθη επειδή εκνεύρισε τους Αμερικανούς, όχι επειδή ήταν κακός. Όλοι γνώριζαν ότι ήταν κακός, αλλά ξαφνικά μπήκε σε ξένα χωράφια»., επισημαίνει χαρακτηριστικά ο Ασκενάτσι.
Εντωμεταξύ η Μόσχα θεωρεί πολιτικά υποκινούμενη την έκδοση του Μπουτ από την Ταϊλάνδη στις ΗΠΑ και ζητάει την επιστροφή του στη Ρωσία. Πιθανόν η πρόσβαση του Μπουτ σε αποθήκες όπλων απαιτούσε στενές επαφές με το στρατό και τις μυστικές υπηρεσίες στη Ρωσία και έτσι αποτελεί ίσως για τη Ρωσία θέμα εθνικού κύρους η επιστροφή του στη χώρα.
Μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η σύλληψη του Ρώσου δεν είναι τόσο προϊόν αυτής καθαυτής της δράσης του, όσο της μεθόδου που διάλεξε να χρησιμοποιήσει.
Spencer Kimball / Άρης Καλτιριμτζής
Υπεύθυνος σύνταξης: Στέφανος Γεωργακόπουλος
Διαφήμιση