1. Μετάβαση στο περιεχόμενο
  2. Μετάβαση στο κύριο μενού
  3. Μετάβαση σε περισσότερους ιστοτόπους της DW

Γερμανία: ανάμεσα στην ένοχη λήθη και τη μνήμη

Βιβή Παπαναγιώτου27 Ιανουαρίου 2009

Σαν σήμερα πριν από 64 χρόνια οι συμμαχικές δυνάμεις απελευθέρωσαν το ναζιστικό στρατόπεδο εξόντωσης του Άουσβιτς. Αυτή την ημέρα επέλεξε η Γερμανία ως Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος, ως ημέρα του γερμανικού άγους.

https://p.dw.com/p/GhBp

Μια τέτοια μέρα έρχεται στο νου μας ένα ζωτικό ερώτημα: Πόσο στήριξε η γερμανική πολιτική ελίτ την διαδικασία της επεξεργασίας του ναζιστικού παρελθόντος; Μια αποτίμηση από τον ιστορικό Βόλφγκανγκ Μπεντς και τον ψυχαναλυτή Κρίστοφ Ρόγκε.

Ο ιστορικός Βόλφγκανγκ Μπεντς, διευθυντής του Κέντρου για τον Αντισημιτισμό στο Βερολίνο (ZfA), δήλωσε στο μικρόφωνο της ελληνικής εκπομπής ότι στην Γερμανία του '49 - '50 οι πολιτικοί "δεν ήταν τόσο πρόθυμοι να αντιπαρατεθούν με το ναζιστικό τους παρελθόν, διότι η χρονική απόσταση που τους χώριζε απ’ αυτό ήταν μόλις τέσσερα χρόνια. Αντίθετα, ήταν διατεθειμένοι να αγωνιστούν για το μέλλον και την αποκατάσταση της κρατικής οντότητας της χώρας τους".

Έκλεισαν, δηλαδή, μάτια και αυτιά στις τύψεις, αγνόησαν την αναγκαιότητα της αποναζιστικοποίησης και αφιερώθηκαν στην ανασυγκρότηση της χώρας τους.

"Έτσι, δεν έλειψαν οι μελανές κηλίδες" λέει ο Βόλφγκανγκ Μπεντς: "Υπήρξαν αντισημίτες συγγραφείς που συνέχισαν να γράφουν, όπως ο εθνικοσοσιαλιστής συγγραφέας Κουρτ Τσίζελ, που μέχρι τη δεκαετία του ’90 ασκούσε σημαντική πολιτική επιρροή και από τον οποίο δεν αποστασιοποιήθηκε ούτε καν ο τότε καγκελάριος της Γερμανίας Χέλμουτ Κολ. Επίσης, πολλοί διοικητές σε στρατόπεδα συγκέντρωσης κατάφεραν να αλλάξουν όνομα και να ζήσουν ειρηνικά στη Γερμανία. Ορισμένοι μάλιστα ανώτατοι, κρατικοί υπάλληλοι των ναζί έκαναν καριέρα χωρίς να αλλάξουν όνομα, όπως ο Χανς Γκλόμπκε, υφυπουργός του Αντενάουερ. Πρόκειται για τον καιροσκόπο υπάλληλο που εξέδωσε τις εγκυκλίους για την εφαρμογή των περιώνυμων, ρατσιστικών νόμων της Νυρεμβέργης (1938)."

Ασφαλώς, ούτε οι απλοί πολίτες ήθελαν να ακούσουν για ενοχή, ντροπή και οδύνη. Η πλειοψηφία των Γερμανών συναίνεσε σιωπηλά στην πλήρη απώθηση του παρελθόντος. Ο Βόλφγκανγκ Μπεντς επισημαίνει ότι "όλα άλλαξαν με το φοιτητικό κίνημα του ’68. Τότε άρχισε η κοινή γνώμη να συνειδητοποιεί το έλλειμμα. Η αφύπνιση αυτή ενισχύθηκε και από άλλα γεγονότα, πολιτικά και μη".

Kinder im Konzentrationslager in Auschwitz, 60 Jahre Gedenktag
Τα παιδιά του ΆουσβιτςΕικόνα: dpa

Ένα πασίγνωστο μη πολιτικό γεγονός ήταν η μετάδοση της αμερικανικής, τηλεοπτικής σειράς Το Ολοκαύτωμα (1978/79). Για πρώτη φορά, παρατηρεί ο Γερμανός ιστορικός, "τα εγκλήματα του εθνικοσοσιαλισμού μπήκαν αναγκαστικά σε κάθε σπίτι και έτσι άγγιξαν τη συνείδηση του γερμανικού λαού."

Όμως 60 χρόνια από την ίδρυση της Ομοσπονδιακής Γερμανίας και 20 χρόνια από την επανένωση των Γερμανιών «υπάρχουν επιτεύγματα και επιτυχίες», που αξίζει να αναφερθούν.

Στις πιο σημαντικές επιτυχίες συγκαταλέγεται: "η υπογραφή της Συμφωνίας του Λουξεμβούργου (1952) από τον Κόνραντ Αντενάουερ που άνοιξε το δρόμο για την αποζημίωση των εβραίων. Ένα δεύτερο θετικό γεγονός ήταν η σύσταση της Κεντρικής Υπηρεσίας Διώξεως των Ναζιστικών Εγκλημάτων (το 1958), που δρομολόγησε τη δίκη του Άουσβιτς και της Τρεμπλίνκα στη δεκαετία του ’60. Μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών, πολλαπλασιάστηκαν οι συγκεκριμένες πολιτικές αποφάσεις στην κατεύθυνση αυτή, π.χ. με την αποζημίωση όσων εργάστηκαν σε καταναγκαστικά έργα, με το μνημείο της δολοφονίας των Ευρωπαίων εβραίων στο Βερολίνο αλλά και με την οικονομική ενίσχυση για τη συντήρηση των μνημείων στα πρώην στρατόπεδα συγκέντρωσης."

Willy Brandt kniet in Warschau
Η γονυκλισία του Βίλι Μπραντ στο γκέτο της Βαρσοβίας (06.12.1970)Εικόνα: AP

Βίλι Μπραντ - πρότυπο κατά της 'νεκρής, ένοχης μνήμης'

Ο αείμνηστος Αλεξάντερ Μίτσερλιχ, διάσημος ψυχαναλυτής και μελετής του φαινομένου του εθνικοσοσιαλισμού, υποστήριξε το 1967 ότι επειδή ο γερμανικός λαός "αρνείται γνωστικά και εμπειρικά τη μνήμη και την ενοχή, δεν μπορεί να αισθανθεί οδύνη για το ολοκαύτωμα". (Βασικό πόρισμα της έρευνάς του «Η ανικανότητα βίωσης της οδύνης – βασικές αρχές συλλογικής συμπεριφοράς» που διεξήγε με τη σύζυγό του Μαργκαρέτε).

Πόσο ισχύει, όμως, σήμερα το βασικό πόρισμα της έρευνας; Ο Κρίστοφ Ρόγκε, ψυχαναλυτής και αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου "Αλεξάντερ Μίτσερλιχ" στο Κάσελ, πιστεύει ότι έχουν αλλάξει πολλά μετά το '68, τον Βίλι Μπραντ, το κίνημα ειρήνης του '80: "Από τότε οι Γερμανοί έπαψαν να είναι υπερήφανοι για την μαχητικότητα και την ανωτερότητα της φυλής τους. Από τότε αρχίζουν να αντιμετωπίζουν επιφυλακτικά τον πόλεμο και απορρίπτουν στην ουσία τη συμμετοχή της χώρας τους σε ένοπλες συρράξεις. Όλα αυτά καταδεικνύουν την ύπαρξη σοβαρών ηθικών ενστάσεων και αντιπαραθέσεων με τα θέματα αυτά. Γι’ αυτό, νομίζω ότι η συλλογική άρνηση της μνήμης και της ενοχής, δεν είναι πια τόσο εύκολη."

Πώς έγινε άραγε αυτό; Μπορεί η φοιτητική εξέγερση του ’68 να έσπασε τη συλλογική σιωπή για το παρελθόν, όμως ποιος πρόβαλε στην πολιτική κουλτούρα της Γερμανίας την λεγόμενη «αυτολογοκριμένη ή νεκρή, ένοχη μνήμη»;

"Υπήρχαν πρότυπα", μας απαντά ο ψυχαναλυτής Ρόγκε: "Το καθοριστικό παράδειγμα του Μπραντ: η γονυκλισία του στη Βαρσοβία το 1970. Ήταν μια πράξη πέρα από κάθε πρωτόκολλο, πέρα από κάθε πολιτική σκοπιμότητα. Είμαι μάλιστα πεπεισμένος πως ο Βίλι Μπραντ ήταν ένας από αυτούς που αντελήφθη πλήρως το μέγεθος της ενοχής, γι’ αυτό και αγνόησε τις συνέπειες της πράξης του."

Το σημαντικό στο πρότυπο Βίλι Μπραντ δεν είναι η επιτυχία του ή η αποτυχία του -ένας κούκος δεν φέρνει ποτέ την άνοιξη- αλλά η ισορροπία ανάμεσα στη μνήμη και στη λήθη. Μια πορεία που η Γερμανία προσπαθεί να ακολουθήσει, έστω και ακροβατώντας, ασθμαίνοντας ή και βραδυπορώντας.

Πρόκειται για ένα γιγαντιαίο καθήκον, διότι η διαδικασία της κριτικής αντιπαράθεσης και της ιστορικά ισορροπημένης επεξεργασίας του παρελθόντος είναι επώδυνη για κάθε λαό και κράτος. Πόσον μάλλον για τη Γερμανία και τους Γερμανούς που χαρακτηρίστηκαν τεκμηριωμένα και εσαεί ως τελειομανείς εκτελεστές της «πιο βάρβαρης, μεθοδικής και μαζικής εξόντωσης ανθρώπων».