H Θεσσαλονίκη μέσα από τον ναζιστικό φακό
25 Απριλίου 2016Στις 23 Απριλίου 1941 η Ελλάδα συνθηκολόγησε με τα ναζιστικά στρατεύματα. Τότε ξεκίνησε η περίοδος της κατοχής. 75 χρόνια μετά η έρευνα δεν έχει φωτίσει ακόμη όλες τις πτυχές της περιόδου εκείνης. Μια έκθεση στο Βυζαντινό Μουσείο Θεσσαλονίκης με τίτλο «Στο περιθώριο του πολέμου. Η Θεσσαλονίκη της κατοχής (1941-1944) μέσα από τη συλλογή του Βύρωνα Μήτου» παρουσιάζει άγνωστο φωτογραφικό υλικό των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων. O Ρολφ Ζάξε, καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας του Ντιζάιν στο Πανεπιστήμιο του Ζααρμπρούκεν, συμμετείχε πρόσφατα σε σχετική ημερίδα στο ίδιο μουσείο. Σε συνέντευξή του στη DW, μιλά για την ιστορία και ερμηνεία της ιδιωτικής και επίσημης φωτογραφίας την περίοδο της κατοχής στη Θεσσαλονίκη, εστιάζοντας στους μηχανισμούς προπαγάνδας του Τρίτου Ράιχ, τη δομή τους, τον τρόπο λειτουργίας τους και τους σκοπούς που υπηρετούσαν.
H φωτογραφία ως μέσο επίτευξης πολιτικών και πολεμικών στόχων
Η φωτογραφία όπως και τα υπόλοιπα οπτικοακουστικά μέσα της εποχής, αποτελούσαν απαραίτητη συνθήκη για την επίτευξη βασικών στόχων του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος: την εξιδανίκευση της Γερμανίας και του πολέμου, την αποδραματοποίηση της κατοχής, τη συγκάλυψη ναζιστικών εγκλημάτων και φυσικά την αναπαραγωγή εθνικών και φυλετικών στερεοτύπων. Ο Ρολφ Ζάξε διακρίνει διάφορες φάσεις στη λειτουργία της προπαγανδιστικής φωτογραφίας: «Από την αρχή οι ναζί είχαν στήσει μια καλά οργανωμένη μηχανή προπαγάνδας μέσω της εικόνας, από τη φωτογραφία ως τον κινηματογράφο κλπ. Σύμφωνα με τη λογική της προπαγάνδας, κάθε πολίτης έπρεπε να βγάζει όμορφες φωτογραφίες, με σημερινά δεδομένα θα τις χαρακτηρίζαμε φωτογραφίες τύπου facebook ή instagram. Κι αυτό επειδή το καθεστώς επεδίωκε να διαδοθεί ότι κατά τη διάρκεια της ναζιστικής περιόδου η ζωή ήταν ωραία. Σαν παιδί της μεταπολεμικής Γερμανίας μπορώ να πω ότι πολλοί Γερμανοί είχαν επηρεαστεί από αυτή την προπαγάνδα».
Η προπαγανδιστική φωτογραφία πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις καθώς το Τρίτο Ράιχ άρχισε να κατακτά ξένες χώρες, μεταξύ αυτών και την Ελλάδα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί και η Θεσσαλονίκη. Ο Ρολφ Ζάξε επισημαίνει: «Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η αλλαγή της λειτουργίας της προπαγάνδας κατά την κατοχή. Στην αρχή οι φωτογραφίες από πεδία μαχών ή ναζιστικών εγκλημάτων εκλαμβάνονταν σαν πράξεις ηρωισμού εναντίον κομμουνιστών ή αντιστασιακών. Από το 1942 παρατηρείται αλλαγή. Πλέον οι ναζί άρχισαν να σκέφτονται τις εντυπώσεις που θα δημιουργούνταν μετά το τέλος του πολέμου. Έπρεπε να υπάρχουν ντοκουμέντα ότι οι κατακτητές είχαν ενδιαφερθεί για το δίκαιο του πολέμου, ήθελαν να νομιμοποιήσουν την παρουσία τους».
Το φωτογραφικό υλικό της Θεσ/νίκης αποδεικνύει αυτή την τάση. Οι φωτογραφίες που αποτυπώνουν ναζιστικά εγκλήματα σπανίζουν στο μεγαλύτερο μέρος του φωτογραφικού υλικού που έχει καταγραφεί. Αντίθετα αν δει κανείς τόσο τις ιδιωτικές φωτογραφίες γερμανών στρατιωτών όσο και το επίσημο υλικό των ναζιστικών μονάδων προπαγάνδας θα αντικρίσει εικόνες από μια πλασματική πραγματικότητα: χαρούμενοι γερμανοί στρατιώτες ποζάρουν με θέα την παραλία εν ώρα ρέμβης σε παραδοσιακά καφενεία και ταβέρνες της πόλης, άλλοτε πάλι παίζουν ομαδικά αθλήματα εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Οι Θεσσαλονικείς γύρω τους είναι λίγοι, δείχνουν να ζουν ρε ρυθμούς κανονικότητας. Τα μνημεία της πόλης στέκουν αγέρωχα, λουσμένα πάντα στο φως του ήλιου. Μόνη «παραφωνία» ο εβραϊκός μαχαλάς κοντά στον σταθμό των τρένων, ο οποίος στο πίσω μέρος μιας φωτογραφίας περιγράφεται «βρώμικος, δύσοσμος, ετοιμόρροπος». Η ίδια περιγραφή απαντάται και σε φωτογραφίες του εβραϊκού γκέτο της Βαρσοβίας.
Mια πολύπλοκη και καλοκουρδισμένη μηχανή προπαγάνδας
Πώς λειτουργούσε όμως ο επίσημος μηχανισμός προπαγάνδας στη Θεσσαλονίκη; Επρόκειτο για έναν πολυεπίπεδο και πολύπλοκο μηχανισμό παραγωγής εικόνων. Τόσο οι απλοί στρατιώτες όσο και οι επαγγελματίες φωτογράφοι ενθαρρύνονταν να καταγράφουν τα πάντα με μηχανές που πολλές φορές τους δίνονταν δωρεάν. Πολλοί λάμβαναν ειδική τεχνική εκπαίδευση στη Γερμανία πριν σταλούν στην Ελλάδα. Πάντως, όπως επισημαίνει ο Ρ. Ζάξε, παρά την υψηλή τεχνική κατάρτιση το αισθητικό αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό. Αλλά αυτό δεν είχε και τόσο μεγάλη σημασία διότι επιτελούσε τον στόχο του. Ο μηχανισμός προπαγάνδας ήταν πάντα σε ετοιμότητα, ακόμη κι αν οι οδηγίες που λάμβανε άλλαζαν μέρα με τη μέρα. Αναφορικά με τον «καταμερισμό εργασίας» ο Γερμανός καθηγητής σημειώνει: «Πέρα από την ανεπίσημη φωτογραφία υπήρχε και η επίσημη προπαγανδιστική φωτογραφία, η οποία λειτουργούσε μέσω πολλών διαύλων. Υπήρχε π.χ. η προπαγάνδα των SS, τα οποία λειτουργούσαν με τις δικές τους δομές, είχαν τα δικά τους επιμέρους τμήματα, το δικό τους φωτογραφικό πρακτορείο (...). Υπήρχε και ο μηχανισμός της γενικής πολεμικής προπαγάνδας, στο πλαίσιο της οποίας είχαν στηθεί δύο ειδικά βαγόνια στον σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης. Εκεί υπήρχαν πέντε με έξι δημοσιογράφοι που έγραφαν κείμενα, τρεις με τέσσερεις φωτογράφοι, υπήρχε ζωγράφος και δωμάτιο εμφάνισης φωτογραφικών φιλμ. Βέβαια το συγκεκριμένο 'Τάγμα Προπαγάνδας' έμεινε για λίγο στη Θεσ/νίκη. Έπειτα πήγε στην Κρήτη. Από την άλλη, στην Αθήνα υπήρχαν οργανωμένα φωτογραφικά εργαστήρια και μεγάλα ειδησεογραφικά πρακτορεία».
Ο Ρολφ Ζάξε τονίζει επίσης και τον ρόλο που έπαιξε στη διάδοση της εθνικοσοσιαλιστικής πρόσληψης της Ελλάδας το έργο καλλιτεχνών που φωτογράφιζαν με ιδιωτική πρωτοβουλία και χωρίς απαραίτητα συνάρτηση με την επίσημη πολιτική και πολεμική προπαγάνδα ειδυλλιακά ελληνικά τοπία και μνημεία της κλασικής αρχαιότητας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Χέρμπερτ Λιστ, που έζησε πριν την κατοχή στην Αθήνα και του οποίου το έργο ταυτίστηκε με την αποτύπωση μιας ουτοπικής Αθήνας, ιδωμένης από τη σκοπιά των αρίων προτύπων.
Προπαγανδιστικές φωτογραφίες και ιστορική έρευνα
Τι σημασία όμως έχει όλο αυτό το φωτογραφικό υλικό από την περίοδο της κατοχής σήμερα; Μπορεί να ρίξει φως σε άγνωστες πτυχές της ιστορικής μελέτης και είναι δυνατό να υπάρξει σύνδεση με το διαχρονικό αίτημα ελληνικών κυβερνήσεων περί πολεμικών αποζημιώσεων; Για τον Ρολφ Ζάξε μια τέτοια σύνδεση είναι εξαιρετικά δύσκολη. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά, «η ιστορική έρευνα αρνιόταν αυτό το φωτογραφικό υλικό για πάνω από πενήντα χρόνια. Κι αυτό επειδή είναι δύσκολη η αξιοποίηση αυτών των φωτογραφιών ως αποδεικτικό μέσο». Ο ίδιος διευκρινίζει ότι η επιστημονική τους αξιοποίηση ως ιστορικά ντοκουμέντα για να συναχθούν ιστορικοπολιτικά συμπεράσματα ενέχει κινδύνους, διότι πρόκειται εν τέλει για προϊόν προπαγάνδας που απαιτεί ιδιαίτερη προσέγγιση. Σε κάθε περίπτωση ο γερμανός καθηγητής εκτιμά πώς το αχανές αυτό πρωτογενές υλικό μπορεί να ανοίξει νέους δρόμους για την ερμηνευτική ανάλυση των φωτογραφιών αυτών αλλά και γενικότερα για τη μελέτη της προπαγάνδας ως μέσου για την αναπαραγωγή στερεοτύπων και ιδεοληψιών.
Δήμητρα Κυρανούδη
Σημείωση: O Ρολφ Ζάξε είναι καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας του Ντιζάιν και αντιπρύτανης Ακαδημαϊκών Υποθέσεων στην Σχολή Καλών Τεχνών του Ζααρμπρούκεν. Είναι συγγραφέας, μεταξύ άλλων, του βιβλίου «Εκπαίδευση με στόχο την παράβλεψη. Φωτογραφία στο εθνικοσοσιαλιστικό κράτος». (Die Erziehung zum Wegsehen, Photographie im NS-Staat, Berlin Dresden : Philo Fine Arts 2003) και έχει ασχοληθεί επί δεκαετίες με τη μελέτη φωτογραφιών από τη ναζιστική περίοδο.