1. Μετάβαση στο περιεχόμενο
  2. Μετάβαση στο κύριο μενού
  3. Μετάβαση σε περισσότερους ιστοτόπους της DW

Συνάντηση Κορυφής για την Ενσωμάτωση των Ξένων – φιάσκο ή καλή αρχή;

19 Ιουλίου 2006

Με 30 χρόνια καθυστέρηση έγινε την Παρασκευή το μεσημέρι στην καγκελαρία η «Συνάντηση Κορυφής για την Ενσωμάτωση των Ξένων», όπως ονομάστηκε από τη γερμανική κυβέρνηση.

https://p.dw.com/p/Avpp
Εικόνα: AP

Η επίσημη ατζέντα της συνάντησης ήταν ‘ανοιχτή’ καθώς πρόκειται στην ουσία για εκκίνηση ενός υπό διαμόρφωση «εθνικού σχεδίου για την κοινωνική ενσωμάτωση των αλλοδαπών». Έξι είναι οι άξονες αυτού του μεγαλόπνοου σχεδίου: η εκμάθηση των γερμανικών από τη νηπιακή ηλικία για τα ξένα παιδιά που γεννιούνται στη Γερμανία, η συνέχιση των επιδοτούμενων μαθημάτων γλώσσας για τους καινούργιους μετανάστες, η εξασφάλιση προϋποθέσεων για την πρόσβαση στην επαγγελματική και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση των παιδιών των μεταναστών, η διασφάλιση περισσοτέρων ευκαιριών στην επαγγελματική τους αποκατάσταση, η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των ξένων γυναικών και τέλος η προώθηση της κοινωνικής ενσωμάτωσης σε τοπικό επίπεδο, σε κάθε κοινότητα και δήμο.

Οι προσκεκλημένοι της κας Μέρκελ ανήλθαν σε 86.

Η καγκελάριος ήταν ικανοποιημένη με το αποτέλεσμα της δίωρης συζήτησης διότι όπως είπε «η Συνάντηση Κορυφής αυτή καθ’ αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα σχεδόν ιστορικό ή τουλάχιστον ως ένα σημαντικό γεγονός».

Από πολιτικής πλευράς παρόντες εκτός της οικοδέσποινας καγκελαρίου Άγκελας Μέρκελ, η υφυπουργός παρά τη καγκελαρία για την Ενσωμάτωση των Αλλοδαπών Μαρία Μπέμερ, ο υπουργός Οικονομίας Μίχαελ Γκλος, η υπουργός Οικογένειας Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ο υπουργός Εργασίας Φραντς Μιντεφέριγκ, ο Υπουργός Εσωτερικών Βόλφγκαγκ Σόιμπλε, η υπουργός Δικαιοσύνης Μπριγκίτε Τσίπρις, οι πρωθυπουργοί των κρατιδίων με τους περισσότερους ξένους (δηλαδή Βόρειας Ρηνανίας - Βεστφαλίας, Έσσης, Βάδης-Βυρτεμβέργης, Ρηνανίας-Παλατινάτου, Αμβούργου και Βερολίνου) και τέλος εκπρόσωποι της τοπικής αυτοδιοίκησης.

Παρόντες για πρώτη φορά στο ίδιο τραπέζι με την πολιτική ηγεσία της Γερμανίας εκπρόσωποι μεταναστευτικών οργανώσεων και μαζικών φορέων: εδώ όμως εκπροσώπησαν μονόπλευρα τους ξένους μόνον οι μουσουλμάνοι, οι Ρωσογερμανοί και μια μικρή οργάνωση: οι ξένοι, γυναίκες ή άντρες, που είναι παντρεμένοι με Γερμανούς υπηκόους. Επίσης παρευρέθηκαν εκπρόσωποι των συνδικάτων, αλλά και των τριών χριστιανικών εκκλησιών, της καθολικής, της προτεσταντικής και της ορθόδοξης. Δεν προσεκλήθησαν και επομένως δεν παρευρέθηκαν, όπως ανεμένετο, οι εκπρόσωποι των αντίστοιχων κοινωνικών ιδρυμάτων της καθολικής και της προτεσταντικής εκκλησίας, Caritas και Diakonisches Werk, που εδώ και 45 χρόνια ασχολούνται με τους ξένους και τα προβλήματά τους, ούτε η οργάνωση PRO ASYL, η οποία ασχολείται εδώ και δεκαετίες με τους πρόσφυγες.

Οι ξένες οργανώσεις φάνηκε ξεκάθαρα ότι επιλέγησαν προσεκτικά, ώστε να παρευρεθούν πρόσωπα πολιτικά προσκείμενα στα δύο μεγάλα κυβερνητικά κόμματα, ενώ το μήλο της έριδος ήδη πριν από τη συνάντηση ήταν και παραμένει η παράγραφος της κυβερνητικής διακήρυξης που υπονοεί ότι θα επιβληθούν κυρώσεις στους μετανάστες, οι οποίοι δεν θα παρακολουθήσουν τα επιδοτούμενα μαθήματα γερμανικών ή θα αρνηθούν να προσαρμοστούν στο γερμανικό δίκαιο.

Στο θέμα αυτό δόθηκαν πολλές εξηγήσεις με αποτέλεσμα να χρειαστεί ακόμη και εκπρόσωποι των κυβερνητικών κομμάτων, CDU και SPD, να αποστασιοποιηθούν από τέτοιες θέσεις, όπως έκανε ο υπουργός Οικογένειας και Εντεταλμένος για τους Αλλοδαπούς της Βόρειας Ρηνανίας Βεστφαλίας, Άρμιν Λάσετ, μέλος της CDU, ο οποίος κατήγγειλε για «ασυνέπεια» ορισμένους από τους κομματικούς του φίλους, θιασώτες της τιμωρίας: «όταν διοργανώνουμε μια Συνάντηση Κορυφής δεν αρμόζει το πρώτο μήνυμα που θα δώσουμε να είναι κυρώσεις και τιμωρίες. Εάν συμβεί κάποιος ή κάποιοι να παραβιάσουν τους νόμους ή να αρνηθούν πλήρως να συμμετέχουν στις διαδικασίες ενσωμάτωσης, τότε μπορεί να ληφθούν κάποια μέτρα. Όμως πρώτον δεν αρχίζουμε απ’ αυτά και δεύτερον πρόκειται για το έσχατο μέτρο που πρέπει να χρησιμοποιήσουμε και, σημειωτέον, αφορά μόνο μια πολύ μικρή μειοψηφία.»

Η Λάλε Ακγκύν, τουρκικής καταγωγής βουλευτής της SPD και υπεύθυνη στο κόμμα της για τους μουσουλμάνους, είπε επίσης πως η θέση αυτή μυρίζει ναφθαλίνη: «Δεν μιλάει κανείς σήμερα ούτε στα σχολεία για τιμωρία, για ξύλο, εάν κάποιος μαθητής δεν καταβάλει προσπάθεια να μάθει. Δεν είναι δυνατόν να μάθει κάποιος γερμανικά υπό την απειλή κυρώσεων.»

Και τι γίνεται με τους Έλληνες; Πόσο ευχαριστημένοι είναι, εφ’ όσον δεν τους κάλεσαν στην επίσημη πρώτη, όπως συνέβη και με τους Ισπανούς, τους Πορτογάλους και τους Ιταλούς, αλλά είχαν μόνον προπαρασκευαστικές συνομιλίες πριν από ένα μήνα με την κα Μπέμερ; Ο πρόεδρος της ΟΕΚ Κώστας Δημητρίου που εκπροσώπησε τους Έλληνες της Γερμανίας στις 14 Ιουνίου στη προπαρασκευαστική συνάντηση με την κα Μπέμερ χαρακτήρισε στην εκπομπή μας «αυτή τη συνάντηση κατ' αρχήν θετική. Ελπίζουμε, δήλωσε, «ότι και στην επόμενη που θα ακολουθήσει, τον Νοέμβριο, θα προχωρήσουμε στη σωστή κατεύθυνση. Θετική λοιπόν η εκκίνηση, αλλά επιφυλασσόμεθα για τα υπόλοιπα. Θέλουμε εκτός από υποσχέσεις και απτά στοιχεία, πράξεις, όχι μόνον λόγια.»

Να σημειώσουμε ότι τα θέματα, τα οποία έθεσε η ελληνική αντιπροσωπεία αφορούσαν τη εκμάθηση της γερμανικής γλώσσας, την βελτίωση της επαγγελματικής και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης για τα παιδιά των Ελλήνων μεταναστών που γεννήθηκαν και γεννιούνται εδώ και την εκμάθηση της μητρικής γλώσσας ως ισότιμης με τη γερμανική.

Τί ήταν λοιπόν η Συνάντηση Κορυφής για την Ενσωμάτωση των αλλοδαπών φιάσκο ή καλή αρχή;

Μάλλον πρέπει να είμαστε τουλάχιστον επιφυλακτοί, διότι πρώτον όλοι αναμένουν έργα και διότι δεύτερον ο τρόπος διοργάνωσης και διεξαγωγής της συνάντησης δεν ενέπνευσε κανέναν ξένο, αλλά και ούτε όσους ασχολούνται έστω και λίγο με τους ξένους. Πέραν της περίεργης επιλογής των προσώπων και των οργανώσεων, η πρόσκληση πρωτοκλασάτων στελεχών της κυβέρνησης και η μυστικοπάθεια της νέας υφυπουργού, όσον αφορά το περιεχόμενο της συνάντησης και τους προσκεκλημένους της που αποπνέουν παλιομοδίτικο συντηρητισμό, δεν σηματοδοτούν μια νέα εποχή, όπως το παρουσίασε η πλειονότητα των γερμανικών ΜΜΕ, αλλά μάλλον μια απόπειρα της καγκελαρίου να κερδίσει προσωπικά πόντους στην εσωτερική πολιτική.

Βιβή Παπαναγιώτου