1. Μετάβαση στο περιεχόμενο
  2. Μετάβαση στο κύριο μενού
  3. Μετάβαση σε περισσότερους ιστοτόπους της DW

Οι Έλληνες μαθητές έχουν τις ίδιες επιδόσεις με τους Γερμανούς

24 Μαΐου 2006

Πριν δύο εβδομάδες παρουσιάστηκαν επισήμως στο Βερολίνο τα τελευταία πορίσματα των δεικτών της έρευνας ΠΙΖΑ που αφορούν αυτή τη φορά μόνον στους μαθητές από μεταναστευτικές οικογένειες.

https://p.dw.com/p/Avpv
Εικόνα: dpa

Συγκεκριμένα επιβεβαιώθηκε για μια ακόμη φορά ότι οι μαθητές που προέρχονται από ασθενέστερα οικονομικά ή κοινωνικά στρώματα ή όσοι είναι μετανάστες ή παιδιά μεταναστών, αποκλείονται στην ουσία από την προοπτική της μάθησης, κατ’ επέκταση από την επαγγελματική και προσωπική τους ανέλιξη και έτσι συρρικνώνονται μακροπρόθεσμα οι πιθανότητες βελτίωσης του βιοτικού τους επιπέδου.

Πρόκειται όμως για όλους τους ξένους μαθητές, όπως αφήνουν να εννοηθεί τα γερμανικά ΜΜΕ; Ποιες συγκεκριμένες ομάδες παιδιών πλήττονται; Τι γίνεται με τα Ελληνόπουλα;

Στα ερωτήματα αυτά απάντησε ο Έλληνας παιδαγωγός Βασίλειος Φθενάκης, πανεπιστημιακός δάσκαλος και ειδικός σύμβουλος της πρώην ερυθροπράσινης κυβέρνησης της Γερμανίας για την ανάπτυξη νέων εκπαιδευτικών μοντέλων. Σχολιάζοντας τα πορίσματα ο κος Φθενάκης διευκρίνισε ότι «τα παιδιά που κατάγονται από οικογένειες με υψηλό κοινωνικό στάτους, που δεν έχουν οικονομικές δυσχέρειες ή που οι γονείς προσέχουν και βοηθούν τα παιδιά τους ‘ευδοκιμούν’, θα λέγαμε, στο γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα. Εκείνα όμως που βρίσκονται πολύ μακριά από την αξιολογική σφαίρα του εκπαιδευτικού συστήματος όπως π.χ. τα παιδιά τουρκικής καταγωγής ή και παιδιά που προέρχονται από κατώτερα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα, το σύστημα τα αδικεί.»

Όντως εάν ρίξουμε μια ματιά στην 16σέλιδη περίληψη της έρευνας παρατηρούμε ότι οι πληττόμενοι μαθητές με μεταναστευτική προέλευση είναι τουρκικής, αραβικής και ιταλικής προέλευσης. Πρώτοι σε χαμηλές επιδόσεις έρχονται οι μαθητές τουρκικής προέλευσης, δεύτεροι οι αραβικής και τρίτοι οι ιταλικής.

Οι μαθητές κροατικής, ισπανικής, πολωνικής, ιρανικής και ελληνικής καταγωγής παρουσιάζουν τις ίδιες σχεδόν επιδόσεις με τους Γερμανούς συμμαθητές τους, ενώ καλύτερες των Γερμανών είναι οι επιδόσεις των μαθητών αγγλικής, γαλλικής, σουηδικής και αυστριακής καταγωγής.

Καταρρίπτεται δηλαδή το επιχείρημα της οικονομικής και κοινωνικής διαφοροποίησης; «Ισχύει», επιμένουν οι επιστήμονες, αλλά όχι απόλυτα και μονοδιάστατα. Ο παιδαγωγός Βασίλειος Φθενάκης μας επισημαίνει πως ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες στις καλές ή κακές επιδόσεις των μαθητών είναι το ενδιαφέρον των γονέων για το μέλλον των παιδιών τους «δεν παίζει ρόλο πόσα χρήματα έχουν οι γονείς αντικειμενικά, αλλά πόσο επενδύουν στο παιδί και στην μόρφωσή του.»

Στην πράξη αυτό επαληθεύεται πλήρως καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία της ΠΙΖΑ το 28% των Ελλήνων μαθητών που είναι ενταγμένοι στο γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα φοιτά στο γυμνάσιο, όπου συγκεντρώνονται οι μαθητές με τις καλύτερες επιδόσεις. Εάν προσθέσουμε εδώ και τους Έλληνες μαθητές που επισκέπτονται τα αμιγή ελληνικά γυμνάσια και λύκεια, τα οποία ασφαλώς δεν συμπεριλαμβάνονται στην έρευνα, τότε το ποσοστό των Ελλήνων που τελειώνει το γυμνάσιο και τελικά σπουδάζει, είναι υψηλό. Ο Έλληνας παιδαγωγός προσθέτει μάλιστα ξεκάθαρα ότι οι Έλληνες μαθητές ανταποκρίνονται στην πλειονότητά τους στις απαιτήσεις και τις ανάγκες της γερμανικής εκπαίδευσης, αν και το σύστημα τους παγιδεύει συχνά με δομικά προβλήματα: «Τα περισσότερα Ελληνόπουλα ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του γερμανικού εκπαιδευτικού συστήματος. Κι αυτό οφείλεται στην ευαισθησία της οικογένειας να επενδύει στη μόρφωση των παιδιών. Εκείνο όμως, που με προβληματίζει, είναι ότι η δομή του σχολείου ορισμένες φορές καθηλώνει τους Έλληνες μαθητές στα χαμηλά επίπεδα εκπαίδευσης. Αυτό συμβαίνει π.χ. με τα αμιγή ελληνικά σχολεία του Μονάχου, όπου αναγνωρίζονται ως ισότιμα με το βασικό σχολείο (Hauptschule), την κατώτατη εκπαιδευτική βαθμίδα του γερμανικού εκπαιδευτικού συστήματος. Αυτή η δέσμευση αποτελεί ένα δομικό εμπόδιο, το οποίο πρέπει να υπερνικηθεί, γιατί οι περισσότεροι Έλληνες μαθητές είναι εις θέσιν να φοιτήσουν στην Realschule (επαγγελματική εκπαίδευση) ή στο γυμνάσιο.»

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι οι κακές επιδόσεις της μεγαλύτερης ομάδας των ξένων μαθητών στη Γερμανία καθορίζουν το προφίλ όλων των ξένων μαθητών, ανεξάρτητα, εάν οι υπόλοιποι μαθητές αποτελούν σχεδόν το μισό του συνόλου των μαθητών ξενικής προέλευσης.

Βιβή Παπαναγιώτου