Διευρύνεται στη Γερμανία το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών
19 Μαΐου 2008Σύμφωνα με την τρίτη έκθεση της γερμανικής κυβέρνησης για την «Φτώχεια και τον Πλούτο» στη χώρα, το 13% των πολιτών χαρακτηρίζονται φτωχοί, ενώ το ίδιο υψηλό είναι το ποσοστό εκείνων που έχουν καλύτερο επίπεδο διαβίωσης χάρη στην κρατική αρωγή. Συνολικά, ο ένας στους τέσσερις πολίτες της Γερμανίας πλήττεται από τη φτώχεια ή καταφέρνει να ζει στα όρια της χάρη στα κρατικά κοινωνικά επιδόματα. Επισημαίνεται επίσης ότι διευρύνεται το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών, ενώ ιδιαίτερα προβληματική χαρακτηρίζεται η κατάσταση της διαβίωσης μακροχρόνια ανέργων και μονογονεϊκών οικογενειών.
Φτωχός χαρακτηρίζεται στη Γερμανία όποιος έχει μηνιαίο εισόδημα μικρότερο του 60% του μέσου μισθού, το οποίο αντιστοιχεί στα 781 ευρώ. Εάν πρόκειται για οικογένεια με δύο παιδιά το αντίστοιχο ποσό κυμαίνεται στα 1.750 ευρώ. Πλούσιος θεωρείται εκείνος που έχει μηνιαίο εισόδημα άνω των 3.418 ευρώ. Εάν πρόκειται για οικογένεια χαρακτηρίζεται πλούσια εκείνη που διαθέτει μηνιαίως 7.178 ευρώ.
«Απαραίτητη η καθιέρωση κατώτατου μισθού»
Ιδιαίτερα ανησυχητικό χαρακτηρίζεται το γεγονός ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι ολισθαίνουν στη φτώχεια μολονότι εργάζονται. Αυτό σημαίνει ότι αυξάνεται το ποσοστό των Γερμανών που απασχολούνται σε τομείς με ιδιαίτερα χαμηλούς μισθούς. «Κατά συνέπεια απαιτείται η θέσπιση κατώτατου μισθού στη Γερμανία», υποστηρίζει ο γερμανός σοσιαλδημοκράτης υπουργός Εργασίας Όλαφ Σόλτς που σήμερα παρουσιάζει τη σχετική έκθεση.
Στο ίδιο μήκος και η αντιπρόεδρος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, Αντρέα Νάλες, η οποία με αφορμή την «Έκθεση για την Φτώχεια και τον Πλούτο» στη Γερμανία επανέλαβε: «Η έκθεση καταδεικνύει με απόλυτη σαφήνεια ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι που εργάζονται διολισθαίνουν στη φτώχεια. Πρόκειται για ανθρώπους που κερδίζουν λίγα χρήματα. Για τον λόγο αυτόν απαιτείται η καθιέρωση κατώτατου μισθού».
Το αντίθετο συμπέρασμα εξάγει ο πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας των Χριστιανοδημοκρατών, Φόλκερ Κάουντερ και διευκρινίζει: «Η καθιέρωση κατώτατου μισθού οδηγεί στην κατάργηση θέσεων εργασίας και δεν δημιουργεί νέες. Αυτό που χρειαζόμαστε όμως είναι η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας προκειμένου να ξεφύγουν οι άνθρωποι από τη δίνη της φτώχειας».
Τα στοιχεία που θα παρουσιάσει σήμερα ο υπουργός Εργασίας καταδεικνύουν ότι οι ισχυρισμοί των δύο πολιτικών του κυβερνητικού συνασπισμού είναι εν μέρει ορθοί. Πράγματι η καθιέρωση του κατώτατου μισθού σε κάποιους κλάδους οδήγησε στην κατάργηση χαμηλά αμειβομένων θέσεων εργασίας, όπως για παράδειγμα στις ταχυδρομικές υπηρεσίες. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, αυξήθηκε σημαντικά το εισόδημα και βελτιώθηκαν οι συνθήκες διαβίωσης των ατόμων στους κλάδους αυτούς. Αυτό σημαίνει μεγαλύτερη κατανάλωση, αύξηση της ζήτησης άρα και νέες θέσεις εργασίας. Πέραν τούτου όταν η αμοιβή είναι χαμηλή, μειώνονται και τα κίνητρα για νόμιμη εργασία, ενώ αντίθετα καθίστανται ελκυστικότερα τα κρατικά κοινωνικά επιδόματα σε συνάρτηση με την μαύρη εργασία.