1. Μετάβαση στο περιεχόμενο
  2. Μετάβαση στο κύριο μενού
  3. Μετάβαση σε περισσότερους ιστοτόπους της DW

Αντιδράσεις για το νομοσχέδιο που παγιώνει την επικυριαρχία Μπερλουσκόνι στα ιταλικά Μ.Μ.Ε.

4 Δεκεμβρίου 2003
https://p.dw.com/p/AvCO
Ο ιταλός πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι στο Κοινοβούλιο
Ο ιταλός πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι στο ΚοινοβούλιοΕικόνα: AP

Η αυτοκρατορία Μπερλουσκόνι καλά κρατεί. Αυτό επιβεβαιώθηκε περίτρανα το βράδυ της τρίτης, με την έγκριση του νομοσχεδίου που παγιώνει τον έλεγχο του ιταλού πρωθυπουργού στα μέσα ενημέρωσης της χώρας του.

Το επίμαχο νομοσχέδιο, η έγκριση του οποίου στο Κοινοβούλιο έχει προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις στην Ιταλία, ανατρέπει δικαστική απόφαση, βάσει της οποίας η εταιρεία Μίντιασετ, ιδιοκτησίας Μπερλουσκόνι, θα πρέπει να πουλήσει ένα από τα τρία τηλεοπτικά δίκτυα, τα οποία υπόκεινται σε αυτήν, μέχρι την 1η Ιανουαρίου. Τα βλέμματα τώρα είναι στραμμένα στον πρόεδρο της Ιταλίας, Αντζέλιο Τσάμπι, ο οποίος μέσα στον επόμενο μήνα θα πρέπει να αποφασίσει εάν θα επικυρώσει το νομοσχέδιο ή εάν θα ασκήσει βέτο, κάτι που θα οδηγούσε σε νέα ψηφοφορία στο Κοινοβούλιο. Ο ίδιος εμφανίζεται διστακτικός. Σύμφωνα με αναλυτές, αν και έχει εκφραστεί πολλές φορές υπέρ της ελευθερίας του Τύπου στη χώρα, δύσκολα θα προχωρούσε σε μια τέτοια κίνηση, φοβούμενος ενδεχόμενη ρήξη με την κυβέρνηση.

Ο,τι και να γίνει πάντως, το μόνο βέβαιο είναι πως ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι έχει αυτή τη στιγμή στα χέρια του το 95% της ιταλικής τηλεόρασης. Και σκοπεύει να το διατηρήσει. Οπως λέει ο γενικός διευθυντής του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Μέσων Ενημέρωσης Τζο Γκρέμπελ: «Η ελευθερία του Τύπου στην Ιταλία δεν είναι πλέον απλώς σε κίνδυνο. Εχουμε ξεπεράσει το στάδιο αυτό. Είναι γεγονός πως ο Μπερλουσκόνι έχει τόση επιρροή ώστε να μπορεί να επιλέγει ακόμη και το πρόγραμμα της τηλεόρασης. Είναι σαφές πως στην κρατική τηλεόραση έχει άμεση επιρροή.»

Η ιταλική αντιπολίτευση είναι εμφανώς δυσαρεστημένη από τις νέες εξελίξεις. Το κόμμα της Ελιάς προειδοποίησε ότι θα προσφύγει στο Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ενώ βουλευτές του κόμματος Μαργκερίτα δήλωναν πως εάν το νομοσχέδιο επικυρωθεί, οι ιταλοί θα είναι ελεύθεροι σε ακόμη μικρότερο βαθμό. Διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν χθες σε κεντρικό σημείο της Ρώμης εκφράζοντας την οργή τους για το νομοσχέδιο, το οποίο κατά τον ίδιο τον Μπερλουσκόνι θα ωφελήσει την ιταλική οικονομία, καθώς θα αυξήσει τον ανταγωνισμό και θα δώσει στους ιταλούς περισσότερες επιλογές. Το ιταλικό πρόβλημα είναι παράδειγμα προς αποφυγή για όλη την Ευρώπη, λέει ο Τζο Γρέμπελ: «Πρέπει να επισημάνει κανείς ότι η περίπτωση της Ιταλίας αποτελεί κακό παράδειγμα για ολόκληρη την Ευρώπη. Και πρέπει να έχει κανείς υπόψη ότι τα μέσα ενημέρωσης της Ευρώπης είναι στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους. Είναι αδιανόητο ένας ηγέτης κράτους να έχει τον απόλυτο έλεγχο των μέσων ενημέρωσης της χώρας που κυβερνά. Επίσης, αναφορικά με τις δέκα χώρες που σε λίγους μήνες θα ενταχθούν και επίσημα στην ΕΕ, πώς είναι δυνατό να τους ζητάμε να ανταποκριθούν σε τόσα κριτήρια για να γίνουν ένα με εμάς, όταν στην ίδια περιοχή κάποιοι κλείνουν κυριολεκτικά το στόμα πολλών δημοσιογράφων;»

Η υπόθεση των Εντζο Μπιάτζι και Μικέλε Σαντόρο είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα όσων επισημαίνει ο Τζο Γκρέμπελ. Είναι μια πληγή που παραμένει ανοικτή. Το περασμένο έτος, οι δύο μεγαλοδημοσιογράφοι προέβησαν σε καυστικά σχόλια για το κυβερνών κόμμα, με αποτέλεσμα να απολυθούν κατόπιν παρέμβασης του ίδιου του Μπερλουσκόνι. Ο γενικός διευθυντής του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Μέσων Ενημέρωσης πάντως, αμφιβάλλει για το κατά πόσο κάτι τέτοιο θα μπορούσε να επαναληφθεί σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, για παράδειγμα τη Γερμανία: «Το καθεστώς στο γερμανικό Τύπο και τα μέσα ενημέρωσης είναι τόσο ισχυρό, ώστε κάτι τέτοιο δε θα μπορούσε να συμβεί. Στην Ιταλία, η κατάσταση σε ό,τι αφορά το μέλλον των μέσων ενημέρωσης είναι αβέβαιη. Εδώ όμως, το καθεστώς είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τις προσταγές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κι εκτός αυτού το Σύνταγμά μας από μόνο του διαγράφει το τοπίο. Αλλωστε, όσα συμβαίνουν στην Ιταλία, είναι ξεκάθαρο πως δε συνάδουν με το θεμελιώδες δίκαιο της Ευρώπης.»